Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(τῶν πράξεων

  • 1 бесконтрольность

    θ.
    το ανεξέλεγκτον•

    бесконтрольность действий το ανεξέλεγκτον των ενεργειών ή των πράξεων.

    Большой русско-греческий словарь > бесконтрольность

  • 2 Illustrate

    v. trans.
    Show: P. and V. φαίνειν. δηλοῦν, σημαίνειν (Plat.), δεικνύναι.
    Explain: P. and V. ἐξηγεῖσθαι, ἑρμηνεύειν, φράζειν; see Explain.
    Give an example of: P. παράδειγμα διδόναι (gen.).
    He will choose the most suitable of the events that illustrate his subject: P. τῶν πράξεων τῶν συντεινουσῶν πρὸς τὴν ὑπόθεσιν ἐκλέξεται τὰς πρεπωδεστάτας (Isoc., Antid. 121).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Illustrate

  • 3 Principle

    subs.
    Source, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ.
    Cause: P. and V. αἰτία, ἡ.
    Legal principle: P. ὑπόθεσις, ἡ (Dem. 1082).
    Rule of action: P. προαίρεσις, ἡ.
    Standard: P. and V. κανών, ὁ, ὅρος, ὁ.
    The principles and foundations of action: P.. τῶν πράξεων αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ ὑποθέσεις (Dem. 21).
    This is the principle of democracy: P. τοῦτό ἐστι δημοτικόν (Dem. 436).
    To govern on oligarchic principles: P. κατʼ ὀλιγαρχίαν πολιτεύειν (absol.). (Thuc. 1, 19).
    The cause and originating principle of existing things: P. τὸ αἴτιον καὶ τὸ ἀρχηγὸν τῶν ὄντων (Plat., Crat. 401D).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Principle

  • 4 вменяемость

    вмен||яемость
    ж юр. ἡ εὐθύνη, τό ὑπεύθυνο[ν], τό κατα-λογιστόν:
    в состоянии \вменяемостьяемости σέ κατάσταση πού ἔχει κανείς συνείδηση τῶν πράξεων του.

    Русско-новогреческий словарь > вменяемость

  • 5 вменяемый

    вмен||яемый
    прил юр. ὑπεύθυνος, ὑπόλογος, καταλογιστός:
    признать кого-л. вменяемым θεωρώ κάποιον καταλο-γιστόν, θεωρῶ κάποιον ὑπεύθυνο τῶν πράξεων του.

    Русско-новогреческий словарь > вменяемый

  • 6 face the music

    (to accept punishment or responsibility for something one has done: The child had to face the music after being rude to the teacher.) υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου

    English-Greek dictionary > face the music

  • 7 рациональность

    θ.
    λογικότητα, ορθολογισμός•

    рациональность мероприятия η λογικότητα της λήψης μέτρου•

    рациональность поступков η λογικότητα των πράξεων.

    (μαθ.) το υπερβατόν.

    Большой русско-греческий словарь > рациональность

  • 8 Moral

    adj.
    Ethical: P. ἠθικός (Arist.).
    Moral principles: P. τῶν πραξέων αἱ ἁρχαί (Dem. 21).
    Just, right: P. and V. ὀρθός, δκαιος, ὅσιος, εὐσεβής; see Just.
    Proper, becoming: P. and V. εὐπρεπής, προσήκων, πρέπων.
    On moral grounds: P. κατ δκην (Thuc. 7, 57).
    The moral law: use P. and V. θεῖος νόμος, ὁ.
    ——————
    subs.
    Lesson taught: P. διδασκαλία, ἡ.
    I have enlarged on the position of our city to point this moral that...: P. ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως διδασκαλίαν ποιουμένος... (with acc. and infin.) (Thuc. 2, 42).
    Example: P. and V. παρδειγμα, τό.
    The cruel violence to his eyes was the work of heaven and a moral to Greece: V. αἱ θʼ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοραὶ θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Ἑλλάδι (Eur., Phoen. 870).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Moral

  • 9 арифмометр

    а α.
    αριθμομηχανή των τεσσάρων πράξεων.

    Большой русско-греческий словарь > арифмометр

См. также в других словарях:

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ακυρωτική δικαιοδοσία — Η εξουσία των δικαστηρίων να ακυρώνουν αποφάσεις άλλων δικαστηρίων ή πράξεις των διοικητικών αρχών, που είναι αντίθετες στο σύνταγμα και τους νόμους. Η εξουσία αυτή ανήκει στα ακυρωτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

  • ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Δικαστήριο — Δικαστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται από 15 δικαστές και 8 γενικούς εισαγγελείς, οι οποίοι διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων για εξαετή θητεία. Αν και στη συνθήκη δεν ορίζεται κατανομή των δικαστών ανά… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»